- καλαθιάζω
- καλάθιασα, καλαθιασμένος, τοποθετώ κάτι μέσα σε καλάθια: Καλαθιάζω τα λάχανα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλαθιάζω — [καλάθι] 1. τοποθετώ μέσα σε καλάθια («καλαθιάζω σταφύλια») 2. μτφ. εξαπατώ κάποιον … Dictionary of Greek
ακαλάθιαστος — η, ο [καλαθιάζω] εκείνος που δεν έχει τοποθετηθεί σε καλάθι «ακαλάθιαστα σταφύλια» … Dictionary of Greek